νυχτώνομαι, ρ. [<νυχτώνω], με βρίσκει η νύχτα και, κατ’ επέκταση, καθυστερώ πάρα πολύ να φτάσω κάπου ή να τελειώσω μια εργασία, ή γενικά κάτι που έχω αναλάβει: «άνοιξε λίγο το βήμα σου, γιατί θα νυχτωθούμε μέχρι να φτάσουμε || έτσι όπως δουλεύεις, θα νυχτωθείς, μέχρι να τελειώσεις τη δουλειά».